Ο ιστότοπος αυτός είναι το μικρό αδερφάκι του Φρυκτωρού Ποίησης. Μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στη μετάφραση ποίησης. Λατρεύω τη μετάφραση της λογοτεχνίας, χώρια που πιστεύω ότι, μεταφράζοντας, κάποιος που γράφει ποίηση μπορεί να βελτιωθεί. Η ιστοσελίδα αυτή, λοιπόν, σκοπεύει να φρυκτωρεί ξενόγλωσση ποίηση, είτε ήρεμη και γαλήνια σαν τα συναισθήματα που γεννούν τα νερά των πηγών της φωτογραφίας είτε ορμητική σαν την ακατάπαυστη κίνηση αυτών των νερών, μια φωτιά καυτή συνάμα και δροσερή...
Οι μεταφράσεις των ποιητών βρίσκονται στα δεξιά, στο τμήμα 'Σελίδες', κάτω από το 'Μεταφράζοντας ποίηση', το οποίο και σας συνιστώ να το διαβάσετε για να δείτε πώς κινούμαι στο χώρο της μετάφρασης.
Ανάμεσα στις μεταφράσεις μου περιλαμβάνεται το Αγγλικό αφηγηματικό ποίημα Ο Σερ Γκουέην κι ο Πράσινος Ιππότης (Sir Gawain and the Green Knight) του 14ου αιώνα (σε γλώσσα Middle English- μεσαιωνικά Αγγλικά) το οποίο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις επίλεκτες εκδόσεις 24γράμματα (Αθήνα 2017). Στην ιστοσελίδα αυτή μπορείτε να διαβάσετε και το H.W.Longfellow, 10+5 ποιήματα μεταφρασμένα, από τις διαδικτυακές εκδόσεις 24grammata.com. Κατεβάστε το από εδώ.


(Στο φόντο: Πηγές Μόκιστας, κοντά στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας- Background: Mokista springs, near Thermo in Aitoloakarnania prefecture.)

Επικοινωνία - Contact

vcobor@gmail.com

(με την ένδειξη - Για Μεταφραστικές Φρυκτωρίες)

Μαρτιάλης, Επιγράμματα, Βιβλίο ΙΙ

Marcus Valerius Martialis,
Epigrammaton, Liber II
(Επιλογή ποιημάτων από τα Επιγράμματα, Βιβλίο IΙ,
του Μάρκου Βαλέριου Μαρτιάλη)
μετάφραση: Βασίλης Μ. Κομπορόζος © 2013[1]

Τα πρωτότυπα ποιήματα προέρχονται από την ιστσελίδα
BIBLIOTHECA AUGUSTANA,
όπως ελήφθησαν στις 23-2-2013.

 

2.1

Τριακόσια θα μπορούσες επιγράμματα να έχεις,

μα ποιος, βιβλίο μου, ολόκληρο να σε διαβάσει θ’ άντεχε;

Μάθε τώρα τα καλά του σύντομου βιβλίου ποιά ’ναι.

Πρώτ’ απ’ όλα, μ’ αυτό χαλάς λιγότερο χαρτί.

Σε μία ώρα μόνο το τελειώνει ο αντιγραφέας

και δε χάνει τόσο χρόνο με τις φλυαρίες μου.

Τρίτον, αν τυχόν σε πάρει κάποιος για να σε διαβάσει

κακογραμμένο και να είσαι, δε θα σε μισήσει κιόλας.!

Κρασάκι θά ’χει δίπλα του σα σε διαβάζει νερωμένο

και θα σε τελειώσει πριν ο κύλικάς του ζεσταθεί.

Μα, κι έτσι μικρό που είσαι, θαρρείς πως τη γλιτώνεις;

Αχ, και νά ’ξερες σε πόσους θα φανείς πολύ μεγάλο!

I

Ter centena quidem poteras epigrammata ferre,

Sed quis te ferret perlegeretque, liber?

At nunc succincti quae sint bona disce libelli.

Hoc primum est, brevior quod mihi charta perit;

Deinde, quod haec una peraget librarius hora,

Nec tantum nugis serviet ille meis;

Tertia res haec est, quod si cui forte legeris,

Sis licet usque malus, non odiosus eris.

Te conviva leget mixto quincunce, sed ante

Incipiat positus quam tepuisse calix.

Esse tibi tanta cautus brevitate videris?

Ei mihi, quam multis sic quoque longus eris!


2.8
Αναγνώστη, στο βιβλίο μου αυτό, δυσνόητο πολύ
αν κάτι σου φανεί, ή πώς στη γλώσσα του χωλαίνει
δε φταίω γω μα ο αντιγραφέας πού ’κανε λάθη
καθώς βιαζότανε τους στίχους μου για σένα ν’ αντιγράψει.
Αν, όμως, συ υπεύθυνο εμένα λογαριάζεις,
ε, τότε θα πιστέψω πως κι εσύ καρδιά δεν έχεις.
«Μα δεν λέει και πολλά!» μου λες. Το παραδέχομαι!
Καλώς. Δεν λέει και πολλά. Μα γράφεις συ καλύτερα;
VIII

Si qua videbuntur chartis tibi, lector, in istis

Sive obscura nimis sive latina parum,

Non meus est error: nocuit librarius illis,

Dum properat versus adnumerare tibi.

Quod si non illum, sed me peccasse putabis,

Tunc ego te credam cordis habere nihil.

'Ista tamen mala sunt.' Quasi nos manifesta negemus:

Haec mala sunt, sed tu non meliora facis.

                       

2.13 

Παρακαλεί τον δικαστή, παρακαλεί και τον μαικήνα του.

Ξεχρέωσε τον δανειστή σου,  Σέξτε, θά ΄λεγα εγώ.

XIII

Et iudex petit et petit patronus.

Solvas censeo, Sexte, creditori.


2.25

Ποτέ δε δίνεις τίποτα, σε όποιον σου ζητά

μα ποτέ δε λες και όχι, Γκάλα.

Ε, αν πάντα λησμονείς να δώσεις,

ν’ αρνιέσαι, Γκάλλα, θά’ λεγα, μια και καλή.

XXV

Das numquam, semper promittis, Galla, roganti.

Si semper fallis, iam rogo, Galla, nega.

      

 

2.37

Ό,τι κι αν σου βάλουνε μπροστά σου το καταβροχθίζεις.

Μαστάρια γουρουνιών ή ράχες γουρουνιών,

μια μπεκάτσα να τη μοιραστούνε δύο,

μισό μπαρμπούνι ή λούτσο ολόκληρο,

ή πλευρά από σμύραινα και πόδια κοτόπουλου

ή αγριοπερίστερο που κολυμπάει στο ζουμί.

Τούτα στη βρεγμένη σου πετσέτα τα τυλίγεις

και στο δούλο σου τα δίνεις να τα πάει σπίτι σου

κι εμείς οι άλλοι μπουκιά στο στόμα να μη βάλουμε.

Ίχνος ντροπής αν σού ’χει μείνει, βάλε πίσω το φαί.

Για σήμερα σε κάλεσα, κι όχι γι’ αύριο, Καικιλιανέ.

XXXVII

Quidquid ponitur hinc et inde verris,

Mammas suminis imbricemque porci

Communemque duobus attagenam,

Mullum dimidium lupumque totum

Muraenaeque latus femurque pulli

Stillantemque alica sua palumbum.

Haec cum condita sunt madente mappa,

Traduntur puero domum ferenda:

Nos accumbimus otiosa turba.

Ullus si pudor est, repone cenam:

Cras te, Caeciliane, non vocavi.



2.38

Το κτήμα μου στο Νώμεντο, Λίνε,

τί θα μου προσφέρει, με ρωτάς.

Να μη σε βλέπω, Λίνε,

αυτό θα μου προσφέρει!

XXXVIII

Quid mihi reddat ager quaeris, Line, Nomentanus?

Hoc mihi reddit ager: te, Line, non video.


2.80
Για να ξεφύγει απ’ τον εχθρό,
ο Φάννιος αυτοκτόνησε.
Δεν είναι τρέλα, σε ρωτώ, απ’ το θάνατο
για να ξεφύγεις, να πεθάνεις;

LXXX

 Hostem cum fugeret, se Fannius ipse peremit.

Hic, rogo, non furor est, ne moriare, mori?


 

2.71

Πιο ειλικρινής κανείς δεν είναι από σένα,

Καικιλιανέ. Δίστιχα δικά μου σαν διαβάζω,

πετάγεσαι αμέσως ν’ απαγγείλεις Κάτουλλο,

ή Μαρσύα. Και τους παρουσιάζεις έτσι,

κατώτεροι από μένα για να φαίνονται,

τα ποιήματά μου για ν’ αρέσουν πιο πολύ; Ας το δεχτώ.

Θά’ θελα, όμως, τα δικά σου ν’ απαγγέλλεις, Καικιλιανέ.

LXXI

Candidius nihil est te, Caeciliane. Notavi:

Si quando ex nostris disticha pauca lego,

Protinus aut Marsi recitas aut scripta Catulli.

Hoc mihi das, tamquam deteriora legas,

Ut conlata magis placeant mea? Credimus istud:

Malo tamen recites, Caeciliane, tua.

 

2.68

Επειδή με τ’ όνομά σου πια σε χαιρετώ,

εγώ που κύριο κι αφέντη μου σ’ αποκαλούσα,

μου λες πως πλέον έγινα αυθάδης.

Την οικοσκευή μου δίνοντας αγόρασα το σκούφο

της λευτεριάς. Κύριους κι αφέντες νά ’χει πρέπει

τον εαυτό του κείνος που δεν κυβερνά ή που διψά

για όσα κύριοι διψούνε και αφέντες.

Αν υπηρέτη να μην έχεις, Όλεε, μπορείς,

τότε θα μπορείς και κύριο να μην έχεις, Όλεε.

LXVIII

Quod te nomine iam tuo saluto,

Quem regem et dominum prius vocabam,

Ne me dixeris esse contumacem:

Totis pillea sarcinis redemi.

Reges et dominos habere debet,

Qui se non habet atque concupiscit

Quod reges dominique concupiscunt.

Servom si potes, Ole, non habere,

Et regem potes, Ole, non habere.


 

2.65

Γιατί τόσο θλιμμένος σήμερα ο Σαλεϊάνος;

«Γι’ ασήμαντο λόγο;» «Όχι. Μόλις κήδεψα τη σύζυγο.»

Ω, τι μεγάλο έγκλημα της μοίρας! Ω, τι συμφορά!

Νεκρή η Σεκουντίλλα, εκείνη κει η πλούσια,

που ένα εκατομμύριο σηστέρσια προίκα σού ’δωσε.

Μακάρι να μη σού ’χε τύχει τέτοια συμφορά, Σαλεϊάνε.

LXV

Cur tristiorem cernimus Saleianum?

'An causa levis est?' inquis, 'extuli uxorem.'

O grande fati crimen! o gravem casum!

Illa, illa dives mortua est Secundilla,

Centena decies quae tibi dedit dotis?

Nollem accidisset hoc tibi, Saleiane.


2.93

«Το πρώτο σου βιβλίο πού ’ναι, αν τούτο είν’ το δεύτερο,» ρωτάς.

Τι να κάνω, αν κείνο είναι από τούτο πιο σεμνό;

Αν, όμως, τόσο θέλεις, το πρώτο αυτό να γίνει, Ρέγκουλε,

κάλλιστα μπορείς να βγάλεις απ’ τον τίτλο ένα γιώτα.

XCIII

 'Primus ubi est' inquis 'cum sit liber iste secundus?'

Quid faciam, si plus ille pudoris habet?

Tu tamen hunc fieri si mavis, Regule, primum,

Unum de titulo tollere iota potes.

 

 

2.53

Λεύτερος να γίνεις, θέλεις, Μάξιμε; Λες ψέματα, δε θέλεις.
Αν πραγματικά το θέλεις, μπορείς μ’ αυτόν τον τρόπο:

Θα είσαι λεύτερος, αν έξω πια να τρως δε θέλεις,

αν τη δίψα σου τη σβήνεις με κρασί απ’ το Βηιντανό,

αν γελάς με τα λουσάτα πιάτα του μίζερου του Κίννα

και σου αρκούνε ρούχα σαν ετούτα που φορώ εγώ.

Αν μια πληβεία παντρευτείς με δυο δεκάρες μόνο

και καταδέχεσαι στο σπίτι σου να μπαίνεις σκύβοντας[2].

Αν τέτοια έχεις δύναμη, τέτοιο μεγαλείο ψυχικό

πιο ελεύθερος κι από τον βασιλιά των Πάρθων θά ’σαι.

LIII

 Vis fieri liber? mentiris, Maxime, non vis:

Sed fieri si vis, hac ratione potes.

Liber eris, cenare foris si, Maxime, nolis,

Veientana tuam si domat uva sitim,

Si ridere potes miseri chrysendeta Cinnae,

Contentus nostra si potes esse toga,

Si plebeia Venus gemino tibi vincitur asse,

Si tua non rectus tecta subire potes.

Haec tibi si vis est, si mentis tanta potestas,

Liberior Partho vivere rege potes.


 

2.64

Τη μια τον δικηγόρο παριστάνεις, τον ρήτορα την άλλη

και δεν αποφασίζεις, Λάουρε, τι θά ’θελες να γίνεις.

Τα χρόνια θα φτάσεις του Νέστορα, του Πρίαμου και του Πηλέα

και θά ‘ν’ αργά για σένα πλέον, κάτι να διαλέξεις.

Εμπρός ξεκίνα! Τρεις ρήτορες σε ένα χρόνο πέθαναν.

Εμπρός, αν έχεις τόλμη και σε κάποια τέχνη έφεση.

Τη σχόλη αφού δε θέλουμε κι η Ρώμη βράζει από έριδες,

κι ο Μαρσύας θα μπορούσε δικηγόρος να γενεί.

Έλα, μην χρονοτριβείς. Ως πότε θα σε περιμένουμε;

Όσο αμφιταλαντεύεσαι, τίποτα δεν πρόκειται να κάνεις!

LXIV

Dum modo causidicum, dum te modo rhetora fingis

Et non decernis, Laure, quid esse velis,

Peleos et Priami transit et Nestoris aetas

Et fuerat serum iam tibi desinere.

Incipe, tres uno perierunt rhetores anno,

Si quid habes animi, si quid in arte vales.

Si schola damnatur, fora litibus omnia fervent,

Ipse potest fieri Marsua causidicus.

Heia age, rumpe moras: quo te sperabimus usque?

Dum quid sis dubitas, iam potes esse nihil.



2.90

Της περιπλανώμενής μας νεολαίας μέντορα,

Κουιντιλιανέ,  η δόξα της Ρωμαϊκής τηβέννου,

συγχώρα με που βιάζομαι τα χρόνια μου να εκμεταλλευτώ,

έστω και φτωχός. Δυστυχώς, κανείς δε βιάζεται πολύ

το χρόνο του να εκμεταλλευτεί. Ας μην το κάνει τούτο

σε πλούτο όποιος θέλει τον πατέρα του να ξεπεράσει

και το αίθριό του καίγεται να το γεμίσει προτομές.

Μια μικρή εστία κι ένα σπιτικό που την κάπνα της φωτιάς

δεν την αρνιέται, θέλω γω, και μια πηγούλα με νερό

και γρασίδι κι έναν δούλο καλοταϊσμένο

και μια γυναίκα όχι τόσο διαβασμένη, τ’ όνειρό μου[3].

Νύχτες με γαλήνιο ύπνο, μέρες δίχως τσακωμούς.  

XC

Quintiliane, vagae moderator summe iuventae,

Gloria Romanae, Quintiliane, togae,

Vivere quod propero pauper nec inutilis annis,

Da veniam: properat vivere nemo satis.

Differat hoc, patrios optat qui vincere census

Atriaque inmodicis artat imaginibus.

Me focus et nigros non indignantia fumos

Tecta iuvant et fons vivos et herba rudis.

Sit mihi verna satur, sit non doctissima coniunx,

Sit nox cum somno, sit sine lite dies.

 

2.58

Ντυμένος στη χλιδή, Ζωίλε, τα τριμμένα μου τα ρούχα

τα περιγελάς.  Τριμμένα είναι, ναι, μα μου ανήκουν!

LVIII

Pexatus pulchre rides mea, Zoile, trita.

Sunt haec trita quidem, Zoile, sed mea sunt.


2.67

Όπου και να με πετύχεις, Πόστουμε, φωνάζεις

κι η πρώτη σου κουβέντα είναι πάντα, ‘Τι κάνεις;’

Και δέκα φορές σε μια ώρα αν με βρεις, το ίδιο θα πεις!

Πόστουμε, θαρρώ, δεν έχεις τίποτα να κάνεις!

LXVII

Occurris quocumque loco mihi, Postume, clamas

Protinus et prima est haec tua vox 'Quid agis?'

Hoc, si me decies una conveneris hora,

Dicis: habes puto tu, Postume, nil quod agas.




2.88

Τίποτα δεν απαγγέλεις, Μάμερκε,

και θέλεις ποιητή να σε περνούν.

Ό,τι θες να γίνεις, γίνε, αρκεί

μονάχα να μην απαγγέλλεις!

LXXXVIII

Nil recitas et vis, Mamerce, poeta videri.

Quidquid vis esto, dummodo nil recites.

 

 

 




[1] Τα ποιήματα παρατίθενται όχι με αυστηρή σειρά αλλά με τη σειρά με την οποία μεταφράστηκαν (Σ.τ.Μ)
[2] Δηλαδή σε χαμηλό να μένεις σπίτι (Σ.τ.Μ.)
[3] Εδώ απηχεί ο ποιητής απόψεις εκείνης της εποχής, με τη σαφώς κατώτερη θέση της γυναίκας στην τότε κοινωνία... Το ποίημα τούτο συμπεριλήφθηκε στην παρούσα ανθολογία ακριβώς επειδή παρουσιάζει με ευκρίνεια κάποιες επιθυμίες του Μαρτιάλη. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως ο ίδιος δε φερόταν καλά στις γυναίκες! (βλ. σύντομη βιογραφία του ποιητή- Σ.τ.Μ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιητικά 'μεταφράζοντας' τον Θεό...

Στην Ορθόδοξη υμνολογία, ένας ειρμός, μια στροφή ενός κοντακίου αποτελούν από μόνα τους μια μικρή 'μετάφραση' μιας απειροελάχιστης πτυχής του άπειρου μεγαλείου του Θεού.
Χαίρε, δι'ης η χαρά εκλάμψει,
χαίρε δι'ης η αρά εκλείψει

(Από τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο, στάση Α')

Eπισκεφτείτε και την Pyrgia,
της ποιήτριας - εικαστικού και όχι μόνο, συζύγου μου Αρχοντούλας Αλεξανδροπούλου.


Αρχειοθήκη ιστολογίου